Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ

Η «Οικολογία» (Οίκος + Λόγος), που σαν όρος δημιουργήθηκε το 1866 από τον Γερμανό βιολόγο Έρνστ Χέκελ (Ernst Haeckel), ουσιαστικά σημαίνει τη μελέτη που αναπτύσσεται γύρω από τα του φυσικού οίκου του ανθρώπου, δηλαδή τη Φύση, δηλαδή το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτυσσόμαστε και μας περιβάλλει.
Προς αποσαφήνιση και όποια μείωση της σύγχυσης που υπάρχει σχετικά με το τι είναι και τι όχι, μπορούμε να ορίσουμε γενικά ότι Οικολογία είναι η μελέτη του φυσικού χώρου που περιβάλλει τον άνθρωπο (έμβια και άβια ύλη) καθώς και οι κάθε μορφής σχέσεις και αλληλεπιδράσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των οργανισμών που κατοικούν στον χώρο αυτό και με το περιβάλλον τους και ταυτόχρονα πως επιδρά το περιβάλλον στον άνθρωπο και πως ο ίδιος το επηρεάζει. Λαμβάνει δηλαδή υπόψη τον άνθρωπο σαν ένα μέρος του συστήματος τοποθετώντας τον όμως στη μέση της μελέτης αυτής.
Ο επιστήμονας οικολόγος καλείται να μελετάει τις διάφορες αρνητικές διαταραχές που μπορεί να δημιουργούνται στο οικοσύστημα και που έχουν πάντα ως αρχή τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, να προσπαθεί να βρίσκει λύσεις για την επαναφορά όσο το δυνατόν του συστήματος στην φυσική του κατάσταση αλλά λαμβάνοντας πάντα υπόψη και ξεκινώντας από τον παράγοντα άνθρωπο. Ουσιαστικά προσπαθεί να προστατέψει τον ίδιο τον άνθρωπο από τον εαυτό του καθώς οι ενέργειες του που επιβαρύνουν το οικοσύστημα επιστρέφουν πάλι στον ίδιο.
Πόσο ορθός και πραγματιστικός είναι όμως αυτός ο τελευταίος συλλογισμός; Πώς γίνεται να επιβιώσουμε σαν είδος με τον τρόπο που ξέρουμε χωρίς να δημιουργούμε συνεχώς προβλήματα στο περιβάλλον και κατ’ επέκταση και σε μας τους ίδιους; Η θεωρία του οικολογικού αναρχισμού ότι πρέπει να συνυπάρξουμε απόλυτα με τη φύση και να επιστρέψουμε σε ολιγομελείς κοινότητες εξαρτώμενες αποκλειστικά από ότι προσφέρει το περιβάλλον καταστρέφοντας με τη μέθοδο του σαμποτάζ όλες τις υπάρχουσες δομές απομακρύνεται από το παρόν άρθρο ασχολίαστη.
Είναι αλήθεια ότι το πρόβλημα της οικολογικής κρίσης ξεκίνησε ή αναπτύχθηκε πάρα πολύ ραγδαία στα μέσα του 19ου αιώνα με την βιομηχανική επανάσταση με την οποία είναι αλληλένδετο. Χιλιετίες πριν ο άνθρωπος είχε ξεκινήσει την καταστροφή του γύρω του φυσικού χώρου με αποψιλώσεις, εκχερσώσεις, εκτροπές ρου ποταμών, καταστροφή οικοτόπων, εξαφάνιση ειδών. Αλλά όσα δεν κατάφερε μέσα σε μια χιλιετία το έκανε σε μια δεκαετία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι βρισκόμαστε 150 χρόνια περίπου μετά την βιομηχανική επανάσταση μπορούμε να φανταστούμε πόσες χιλιετίες δρασκελίσαμε μέσα σε λίγες δεκαετίες.
Ποια είναι λοιπόν μια μορφή λύσης του θέματος αυτού της κρίσης; Η αποβιομηχάνιση; Τότε δεν θα λειτουργούσαμε όμως «οικολογικά» καθώς θα καταδικάζαμε σε αφανισμό το ίδιο μας το είδος. Σε αυτό ακριβώς το πολύ λεπτό σημείο βρήκαν πάτημα, εισχώρησαν και αντρώθηκαν οι οικολογικές θεωρίες που προτείνουν ισορροπία μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης, κάτι το οποίο θεωρητικά είναι θεμιτό, αλλά οι πρακτικές που προτείνονται εθελοτυφλούν.
Στο άκουσμα της λέξης Οικολογία δημιουργούνται στον σύγχρονο άνθρωπο διάφορες σκέψεις που μπορεί να βρίσκονται πολύ κοντά στον αρχικό ορισμό ή να απέχουν παρασάγγες από αυτόν. Δυστυχώς για την συντριπτική πλειοψηφία από εμάς έχει επικρατήσει η δεύτερη περίπτωση. Η σύγχυση που υπάρχει πλέον έχει λάβει τόσο τραγικές διαστάσεις ώστε πολιτικές, περιβαλλοντικές οργανώσεις και ιδιώτες στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος να καταφεύγουν σε πρακτικές και θεωρίες που εξυπηρετούν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που φαινομενικά εκπροσωπούν καθώς και άλλους ιδιοτελείς και πάρα πολύ ανθρώπινους παρά οικολογικούς σκοπούς.
Η καλόβολη αλλά και αγαθή πρόθεση κάποιων ιδιωτών δεκαετίες πριν οδήγησε στην δημιουργία των πρώτων επίσημων και μη περιβαλλοντικών οργανώσεων που με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος στρέφονταν κατά των διαφόρων κυβερνήσεων κρατών ή επιχειρήσεων που με τη δράση επιτάχυναν την οικολογική κρίση. Αυτή η προσπάθεια βρήκε οπαδούς προχώρησε αλλά και κυνηγήθηκε αμείλικτα από τους προαναφερθέντες. Οι πιέσεις προς τα κράτη εντάθηκαν από την επιστημονική κοινότητα και κατέληξαν σε μια σειρά διαπραγματεύσεων με θέμα την κλιματική αλλαγή στο Ρίο ντε Τζανέϊρο και αργότερα στο Πρωτόκολλο του Κιότο. Συμφωνίες που έγιναν όμως σε επίπεδο εκπροσώπων όχι μόνο λαών των κρατών τους αλλά και των βιομηχανιών. Κανένας ποτέ δεν ρωτήθηκε ή του δόθηκε εξήγηση για το τι ακριβώς περιλαμβάνουν στο πρακτικό και όχι θεωρητικό επίπεδο αυτές οι συμφωνίες και κατά πόσο τηρούνται οι αποφάσεις της μείωσης της εκπομπής ρύπων στην ατμόσφαιρα.
Άρχισε λοιπόν να εφαρμόζεται ένα στοίχημα για το πόσο δυνατόν θα ήταν να αυξηθεί η παραγωγή αγαθών, λόγω της ζήτησης για νέα και περισσότερα προϊόντα που έχουν δημιουργήσει τεχνητά οι βιομηχανίες, και ταυτόχρονα να μειωθεί η παραγωγή ρύπων από τα εργοστάσια. Κάτι το οποίο δεν έχει επιτευχθεί ακόμα, αλλά κατάφερε να καθησυχάσει την κοινή γνώμη ότι οι «Μεγάλοι» ενδιαφέρονται, αν και το πρόβλημα αυξάνεται.
Και το στοίχημα άλλαξε. Ένα νέο σύνθημα έπεσε. Εσύ τι κάνεις για το περιβάλλον; Εντάξει η βιομηχανία δεν μπορεί να κάνει πολλά, αλλά εσύ σαν ιδιώτης τι κάνεις; Μήπως έχεις και εσύ μερίδιο ευθύνης; Οι μεγάλες και μικρές περιβαλλοντικές οργανώσεις βρήκαν έναν νέο υπεύθυνο. Τον καθέναν από εμάς. Όλοι φταίμε. Όλοι με τις πράξεις μας οδηγήσαμε το οικοσύστημα μας σε αυτή την κατάσταση. (Θυμίζει αρκετά την ηρωική ρήση «μαζί τα φάγαμε»). Χρηματοδοτούμενες κατά πολύ πια οι οργανώσεις αυτές, που κάποιες φέρουν πλέον και τον πολύ τίτλο Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, στην απεγνωσμένη προσπάθεια να μας πείσουν ότι δεν έχουν σχέση με αυτούς που τους χρηματοδοτούν, ξεκίνησαν εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού στο πόσο φταίμε για το πρόβλημα και πως μπορούμε να βοηθήσουμε στην επίλυση του. Αρκετές από αυτές βέβαια χρηματοδοτούνταν με κονδύλια τόσο κυβερνητικά (από τη φορολογία μας δηλαδή) όσο και κοινοτικά χωρίς, όχι μόνο να παρουσιάσουν κάποιο έργο, αλλά και να έχουν μια στοιχειώδη εγκατάσταση, ένα γραφείο που θα επέτρεπε τουλάχιστον να μην χαρακτηριστούν «φαντάσματα» με την κυριολεξία του όρου.
Πεπεισμένοι πλέον ότι φταίμε όλοι ξεχάσαμε τι κάνουν τα κράτη και οι επιχειρήσεις για την συνεχή εκμετάλλευση του περιβάλλοντος (υπερκαλλιέργεια, υπερκτηνοτροφία, υπεραλίευση, υπερεκμετάλλευση πόρων) καθώς μας έχει παγιωθεί η άποψη ότι έχουμε ανάγκη από όλο και περισσότερα, πιο καινούργια και πιο άχρηστα για την καθημερινότητα και διαβίωση μας αγαθά. Και ποιος είναι ο πιο κατάλληλος να μας τα παρέχει; Μα φυσικά η βιομηχανία με την συνεχή παραγωγή τους, συνεπαγόμενης και της συνεχής ρύπανσης του οικοσυστήματος και της αλλοίωσης του.
Το επόμενο βήμα χειραγώγησης και ύπνωσης ήταν η εφαρμογή της πολιτικής αυτής μέσω κομματικών σχηματισμών. Άρχισαν να ξεπηδούν λοιπόν παντού κόμματα και πολιτικοί αρχηγοί που ισχυρίζονταν ότι η εφαρμογή μιας περιβαλλοντικής πολιτικής είναι ξεκομμένη από κάθε είδους πολιτικό –ισμό. Ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά ούτε το Κέντρο, ούτε και τα μεταξύ τους παντρέματα ήταν ικανά να προσδιορίζουν μια πολιτική για το πρόβλημα και να δημιουργήσουν λύσεις. Πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα σαν τον Φιλελευθερισμό, τον Κομμουνισμό, τον Σοσιαλισμό θεωρήθηκαν ακατάλληλα για να ασχοληθούν με την οικολογία και την προστασία του περιβάλλοντος καθώς προβάλλουν μόνο τον άνθρωπο ξεχωριστό από τον γύρω του χώρο.
Ο αποπροσανατολισμός και η σύγχυση του κόσμου αυξήθηκε και σημειώθηκαν κινήσεις έντονες προς αυτές τις περιβαλλοντικές κομματικά τάσεις που στερούνταν οποιουδήποτε άλλου πολιτικού υποβάθρου παρά την προστασία με έναν αόριστο και ίσως ανεκπλήρωτο τρόπο του περιβάλλοντος, περιλαμβάνοντας από τον καθαρισμό της γειτονιάς μας μέχρι την ανησυχία για τους πάγους των πόλων. Τα αστικά κόμματα βρίσκοντας πολύτιμη αυτή την «συνεισφορά» των κομμάτων αυτών τα προσεταιρίστηκαν και υιοθέτησαν κάποιες από αυτές τις ασαφείς θέσεις προς όφελος της διακυβέρνησης τους, εννοώντας ότι ενδιαφέρονται όσο το περισσότερο δυνατόν για τις θέσεις αυτές, χρησιμοποιώντας αυτά τα ουσιαστικά «απολιτίκ» κομματικά σχήματα για τη στήριξη της περιβαλλοντικής τους πολιτικής.
Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, «παίζει» πολύ το θέμα της Οικολογίας (καμίας σχέσης με τον αρχικό ορισμό του) με μια μεγάλη ασάφεια ως προς το περιεχόμενο της. Αυτό που μένει και προβάλλεται είναι ότι όλοι μας μπορούμε να βοηθήσουμε σβήνοντας τα φώτα, χρησιμοποιώντας «οικολογικά προϊόντα» σε υπέρογκες τιμές, αλλάζοντας αυτοκίνητο ή εγκαθιστώντας ηλιακούς συλλέκτες και φωτοβολταϊκά συστήματα με διαμεσολαβητή βεβαίως το κράτος και επιδοτούμενα πάντα από κάποιο κοινοτικό πρόγραμμα με δάνεια που οφείλουν να αποπληρωθούν.
Κινήσεις πολιτών που ενδιαφέρονται να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο να συμμετέχει σε, εθελοντικές πάντα, προσπάθειες καθαρισμού της γειτονιάς των ακτών των δρόμων των πάρκων και γενικά του χώρου που μας περιβάλλει, θα μπορούσαν να έχουν σημασία σε μια αυτοδιοικούμενη κοινωνία χωρίς κρατική φροντίδα για όλα αυτά που την πληρώνουμε μέσω των φόρων, χωρίς φροντίδα τοπικής αυτοδιοίκησης που επίσης πληρώνουμε, χωρίς υπηρεσίες και αντιδημάρχους καθαρισμού. Μόνο ως «δεκανίκι» στήριξης της πολιτικής του αποπροσανατολισμού από τα πραγματικά προβλήματα της εκάστοτε αρχής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καθώς και πληρώνουμε και δουλεύουμε.
Τα προβλήματα της ανεργίας και της οικονομικής και κοινωνικής ανέχειας που βιώνουμε όλο και περισσότερο βρίσκουν πλασματικές διεξόδους της λαϊκής οργής σε ξεσπάσματα τέτοιων λύσεων όπου αισθανόμαστε χρήσιμοι και ότι προσφέρουμε επιτέλους κάτι σαν άχρηστοι, τεμπέληδες και καλοφαγάδες που ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια ή έχοντας την πεποίθησης ότι αντικαθιστούμε την άχρηστη κυβέρνηση μας και τους, γενικά και αόριστα «κλέφτες και ψεύτες πολιτικούς».
Η επιβράβευση τέτοιων προσπαθειών και η προβολή τους από την κάθε αστική κυβέρνηση ή από τα ΜΜΕ αναδεικνύει με έναν επιπρόσθετο τρόπο το πόσο χρήσιμο είναι αυτό το φαινόμενο του εθελοντισμού στον καθένα που επιθυμεί να χειραγωγήσει.
Ποια είναι η λύση λοιπόν, θα επαναλάβει αυτό το άρθρο; Είναι αναπόφευκτη η εκμετάλλευση του οικοχώρου μας για να επιβιώσουμε. Αλλά όχι η υπερεκμετάλλευση. Με σταθερή παραγωγή προϊόντων απαραίτητων για την συνέχιση και διαιώνιση του είδους μας, κάτι που επιβάλλει και η Φύση σε όλα τα είδη, και όχι με την δημιουργία αναγκών που δεν υπάρχουν ή δεν είναι απαραίτητες. Οι ανάγκες μας δεν αυξάνονται αυτόματα από μόνες τους. Εδώ, απωλέσαμε τελείως το νόημα της συνύπαρξης μας με όλα τα έμβια και άβια όντα και όχι έτσι όπως προβάλετε από τις οικολογικές εκρήξεις αυτοενοχής απενεχοποιόντας έστω και ασυνείδητα το πραγματικό πρόβλημα της όλης πολιτικής που εφαρμόζουν οι εκάστοτε «Μεγάλες Δυνάμεις» κρατών.

Στέφανος Γούναρης