Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Σχετικά με την ελληνική επανάσταση του 1821, έχουμε το παράδειγμα ενός λαού που κατοικεί σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, με κοινή γλώσσα και θρησκεία, ήθη και έθιμα λίγο πολύ κοινά μεταξύ τους, ανάλογα με την περιοχή. Από την άλλη ένας άλλος διαφορετικός λαός που έχει προσαρτήσει βίαια αυτά τα εδάφη, έχοντας επιβάλλει την κυριαρχία του ισχυρότερου. Οι Οθωμανοί έχοντας δημιουργήσει μια αχανή και πολυπληθής αυτοκρατορία, που περιλάμβανε παρά πολλά διαφορετικά φύλα μεταξύ τους, αναγκάστηκαν να αναπτύξουν ένα πολύπλοκο γραφειοκρατικό σύστημα διοίκησης. Μεταξύ άλλων δημιούργησαν ουσιαστικά τύπου φέουδα (τιμάρια για την ακρίβεια), δίνοντας τη δυνατότητα σε στρατιωτικούς ηγέτες, αλλά και απλούς στρατιώτες, αρχικά να δημιουργήσουν μια δική τους ιδιόκτητη ακίνητη περιουσία από τα κατακτημένα εδάφη και να την ελέγχουν με τον όρο να αποδίδουν φορολογία στον σουλτάνο. Προσπαθώντας να αποφευχθούν τα φαινόμενα των εξεγέρσεων των υποδούλων και για να υπάρχει κάποιος να “συνεννοείται”, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους γνωρίζει και να κάνει ουσιαστικά τoν μεσίτη ή μάλλον το φερέφωνο εντολών μεταξύ κεντρικής εξουσίας και ραγιάδων, διατηρήθηκε μια παλαιά οργανωτική δομή του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντινή αυτοκρατορία). Δόθηκε το δικαίωμα σε κατά τόπους άρχοντες να διατηρήσουν την εξουσία τους και τα προνόμια τους, καθώς θα ήταν ιδίας καταγωγής με τους υπόδουλους. Αυτοί, που θεωρητικά αλλά και πρακτικά σχεδόν πάντοτε, τους εμπιστευόταν ο λαός θα ήταν υπόλογοι για τις πράξεις του ποιμνίου τους στον ανώτερο Οθωμανό αφέντη. Έτσι θα έπρατταν ότι καλύτερο μπορούσαν για να διατηρήσουν το status quo, σώζοντας έτσι τις περιουσίες τους και τις ζωές τους από πιθανή μήνη των Οθωμανών λόγω κάποιου «παραπτώματος» των ραγιάδων. Ο λαός έχοντας ζήσει εκατοντάδες χρόνια με την ίδια κατάσταση αντιλαμβάνεται φυσικά την διαφορετικότητα του από τον κατακτητή αλλά δεν υπάρχει αυτό που ονομάστηκε αργότερα κοινή εθνική συνείδηση και σύμφωνα με αρκετούς είναι ο συνεκτικός κρίκος φυλετικών ομάδων με κοινά χαρακτηριστικά. Η έννοια του έθνους δεν υφίσταται, υπάρχει μόνο η κοινή συνείδηση ότι είναι «ρωμιοί» ξεχωριστός λαός που κατοικεί στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας πολυπληθούς και με διάφορες ομάδες πληθυσμών που καθεμιά έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η καταπιεστική πολιτική του κατακτητή και η μη αναγνώριση ισότητας όλων των λαών , παρόλο το σχετικό σεβασμό σε θρησκεία, ήθη, έθιμα, γλώσσα και την σχετική ανοχή σε αυτά, οδηγούν σε συχνές μικροεξεγέρσεις και ληστανταρσίες των κατοίκων της υπαίθρου που καταφεύγουν στα βουνά προκειμένου να ζήσουν μια πιο ανθρώπινη ζωή πέρα από τις φορολογίες, τις στρατεύσεις και την καταπίεση τόσο της Υψηλής πύλης όσο και τον κατά τόπους αρχόντων Οθωμανών αλλά και Ελλήνων προεστών. Όταν ο Γιώργος Φλέσσας, στη συνέλευση της Βοστίτσας, μίλησε για λαϊκή εξέγερση και ουσιαστικά ένοπλη σύγκρουση με τις αρχές κατοχής δεν έπεισε κανέναν. Οι προεστοί που αυτοδιορίστηκαν ηγέτες της εξέγερσης δεν είχαν καμία διάθεση να εμπλακούν σε μια περιπέτεια που θα τους στοίχιζε εκτός από τα χωράφια τις περιουσίες την εξουσία που κατείχαν ενδεχομένως και τις ζωές τους. Η βοήθεια θα ερχόταν από μια ξένη δύναμη με τις πλάτες τις οποίας θα μπορούσαν να διαπραγματευθούν κάποιες αυτόνομες περιοχές υπό τον έλεγχο της Υψηλής Πύλης αλλά με πιο πολλές ελευθερίες. Οι οπλαρχηγοί, άνθρωποι του πολέμου, μετατρέπονταν σε λαϊκούς ήρωες καθώς έρχονταν σε σύγκρουση με κεντρική και τοπική εξουσία (οθωμανική και ελληνική). Το φαινόμενο του καιροσκοπισμού ήταν διάχυτο στις τάξεις των κλεφτών και των αρματολών που ακόμα και στα μέσα του πολέμου της επανάστασης, αρκετοί δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι μάχονταν για ένα μελλοντικό ανεξάρτητο κράτος με αμιγώς ελληνική λαϊκή διοίκηση (όχι ότι κάτι τέτοιο επιτεύχθηκε ποτέ!). Μάχονταν εν πολλής με τον γνωστό τους προσφιλή τρόπο του κλεφτοπολέμου. Εκεί ίσως έγκειται και το γεγονός ότι κατάφεραν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα όχι μόνο να προσβάλλουν αλλά και να αναχαιτίσουν τον συγκροτημένο οθωμανικό τακτικό στρατό. Ποτέ δεν υπήρχε σαν σκέψη ένα πλήρες ανεξάρτητο κράτος με κεντρική διοίκηση. Όλοι οι προύχοντες θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα φεουδαρχικά τους δικαιώματα στις περιοχές τους (αδιανόητη η διανομή της γης στους καλλιεργητές της) κάτι που βασάνιζε το πρώτο ελληνικό κράτος πολλά χρόνια μετά την σύσταση του. Ακόμη και οι οπλαρχηγοί αντιδικούσαν τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους προεστούς, για το μερίδιο της εξουσίας που θα τους αναλογούσε όταν εκδιώκονταν οι Οθωμανοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δυο εμφύλιοι εν μέσο επαναστατικής διαδικασίας και καιρώ πολέμου. Το αν είχαν συνειδητοποιήσει γιατί επαναστατούσαν ή όχι και τι ζητούσε από την επανάσταση κάθε κοινωνική τάξη ίσως για μερικούς δεν έχει τώρα πια σημασία. Έχουν όμως τα αποτελέσματα αυτής της συνείδησης από τα οποία το ελληνικό κράτος δεν έχει ακόμα συνέλθει.

Στέφανος Γούναρης